Έχουν γραφτεί και έχουν ακουστεί πάρα πολλά για τον γιατρό και σωτήρα της ανθρωπότητας, τον συμπατριώτη μας Γεώργιο Παπανικολάου. Και θα ακουστούν και σήμερα από εκλεκτούς επιστήμονες. Γι’ αυτό και μεις θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε τον άλλο Παπανικολάου, τον άνθρωπο και τον Κουμιώτη. Είναι κι’ αυτό ένα χρέος που του έχουμε. Άλλωστε, δεν είμαστε γιατροί και δεν θεωρούμε σωστό να μπαίνουμε στα χωράφια άλλων.
Θα περιοριστούμε μόνο σε μια φράση από την ομιλία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ.Ιερωνύμου στο μνημόσυνο το 2013 για τα 130 χρόνια από τη γέννησή του. Είπε λοιπόν: “Πολλή συζήτηση γίνεται για την κατάσταση που ζούμε σήμερα και πολλές προσπάθειες για να ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη των προτύπων. Χρειαζόμαστε πρότυπα και ο Γεώργιος Παπανικολάου είναι ένα πρότυπο που θα συνοδεύει τη ζωή όλων.”
Ποιό είναι λοιπόν αυτό το πρότυπο; Ποιός ήταν ο άνθρωπος και ο Κουμιώτης Γεώργιος Παπανικολάου;
Γεννήθηκε στην Κύμη το 1883. Ο πατέρας του, γιατρός διετέλεσε Δήμαρχος και Βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη, του οποίου ήταν θερμός οπαδός.
«Είναι διαρκής η ανάμνησις της παιδικής και νεανικής μου ζωής μέσα στο ζεστό πατρικό μας σπίτι», έγραφε ο ίδιος το 1958.
Στα 15 του χρόνια τελείωσε το Γυμνάσιο και στα 21 την Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Παπανικολάου, όμως δεν περιορίστηκε στην Αθήνα μόνο στις σπουδές του. Φρόντισε παράλληλα να μάθει δύο ξένες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά), φοίτησε 8 χρόνια στο ωδείο Λότνερ, όπου έμαθε βιολί, αρθρογραφούσε στο περιοδικό “Νουμάς”, μελετούσε Νίτσε, Γκαίτε, Κάντ και Σοπενχάουερ και συνδέθηκε με φοιτητές της Φιλοσοφικής σοσιαλιστές και δημοτικιστές της εποχής. Έτσι, έχοντας και οικογενειακές καταβολές στις φιλελεύθερες αρχές του Τρικούπη, προσχώρησε, προσωρινά, στο ρεύμα του σοσιαλισμού και του δημοτικισμού.
Όταν ερχόταν στην Κύμη για διακοπές, εύρισκε χρόνο, ανάμεσα στις φυσιολογικές ερωτικές, αλλά και φιλοσοφικές αναζητήσεις του, να επισκέπτεται τακτικά το λεπροκομείο στο Σουτσίνι μεταφέροντας τρόφιμα στους ασθενείς, κρυφά φυσικά από τον γιατρό πατέρα του.
Αφού πήρε το πτυχίο του και εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήρθε η ώρα να αποφασίσει για την καριέρα του. Επιστρέφοντας όμως στην Κύμη, αναρωτιόταν γιατί έγινε γιατρός, αφού δεν ήθελε να ασκήσει το επάγγελμα. Καθημερινά έκανε ατέλειωτους περιπάτους, διαβάζοντας φιλοσοφία. Ο Καντ και ο Νίτσε ήταν εκείνοι που ικανοποιούσαν περισσότερο τις αναζητήσεις του. Η φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε έπαιξε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Είχε αποφασίσει να μην ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, να αποσυρθεί στην Κύμη, να καλλιεργεί τη γη του, να διαβάζει φιλοσοφία και βιολογία και να ασχολείται με τη γλώσσα και με τον δημοτικισμό.
Έτσι, απέρριψε την πρόταση του πατέρα του να σταδιοδρομήσει σαν στρατιωτικός γιατρός. Στις 31 Δεκεμβρίου 1904 του έγραφε: «όχι δεν θέλω γίνω στρατιωτικός γιατρός. Θέλω να μείνω ελεύθερος, να αισθανθώ την χαρά που δίνει ο αγών της ζωής. Εμένα δεν με τρομάζει το πέλαγος. Θέλω την ελευθερία μου, την γλυκιά μου ελευθερία».
Τελικά πείστηκε να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και από το 1907 βρέθηκε στην Ιένα, το Φράϊμπουργκ και το Μόναχο να σπουδάζει φιλοσοφία και ζωολογία. Η «γερμανική περίοδος» της ζωής του Γεώργιου Παπανικολάου υπήρξε και αυτή εποχή αναζητήσεων και φιλοσοφικού στοχασμού. Εκεί ξανασυνάντησε τη σοσιαλιστική παρέα της Αθήνας, δηλαδή τον παιδαγωγό Αλ.Δελμούζο, το γιατρό Γεώργ.Κωνσταντινίδη (Σκληρό), τον συγγραφέα-ποιητή Κων.Χατζόπουλο και τον χαράκτη Μάρκο Ζαβιτσάνο και ίδρυσαν βραχύβιες ομάδες, όπως τη “Φιλική Προοδευτική Ένωση”, τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση” και τα “Αδελφάτα της Δημοτικής”.
Το 1907 ο γιατρός και μεταπτυχιακός φοιτητής στη Γερμανία Γεώργιος Παπανικολάου δημοσίευσε σε τρεις συνέχειες στον “Νουμά” το άρθρο του “Για τον εγωισμό και τους εγωιστάς”. Επίσης άρθρο του με τίτλο “Αισθητική και λόγος” δημοσιεύθηκε στην “Ηχώ της Κύμης” και αποτέλεσε την αφορμή για ακραία κριτική της άλλης εφημερίδας “Κύμης” εναντίον του.
Στους συντηρητικούς κύκλους της Κύμης, τότε είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη του επικίνδυνου επαναστάτη δημοτικιστή. Κι αυτό, σε συνδυασμό με τον πολιτικό φανατισμό από την ήττα του 1897, είχε γίνει ένα εκρηκτικό μείγμα για την οικογένεια Παπανικολάου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα έγραφε στην εφημερίδα “Κύμη” σε πολλές συνέχειες, ο εκδότης της Δημ.Κωστίδης, πολιτικός αντίπαλος του πατέρα του και οπαδός του Γ.Μιστριώτη.
“……Ο Γιώργης του Παπανικολού είναι ο Γεώργιος Νικ. Α. Παπανικολάου του ιατρού, ιατρός και αυτός, συνεχίζων εν Γερμανία τας γλωσσοϊατρικάς του σπουδάς. Πως κατέληξε γλωσσοφαμπρικάντης, ιδού εν μέγα μυστήριον διά τους Κυμαίους γνωρίζοντας άπαξ άπαντας μάλιστα τινάς λεπτομερείας, τον εν Αθήναις και τον εν Κύμη βίον του, πως διήγε τας ημέρας και ιδία τας νύκτας του, τας συνεχείς υποβριθείς διημερεύσεις του και στιχοπλοκικάς διανυκτερεύσεις του, κατά τρόπον ον ουδ’ ο έσχατος των Κυμαίων μαθητών θα είχεν όποτε δήποτε να ζηλεύση τας Γυμνασιακάς καρκινοβασίας και βαθμολογίας του, τας εν Κύμη καθ’ όλην την Πανεπιστημιακήν τετραετίαν του ιατρικάς σπουδάς του μακράν των Αθηνών όσον ουδενός άλλου Κυμαίου φοιτητού αι Πανεπιστημιακαί σπουδαί.
Επί τίνος άρα είδους Κυμαίκών πτωμάτων εν Κύμη ασχολούμενος κατώρθωσε ν΄αναδειχθή πτυχιούχος ιατρός, ιδού άλλον δι’ όλους μυστήριον. Τοιούτος ο νέος γλωσσοπλάστωρ……
……Και τοιούτος ο γλωσσαλγής μαλλιαρίσκος, μετριώτατος ως μαθητής του Γυμνασίου, μηδαμινός ως φοιτητής του Πανεπιστημίου, ολόκληρον την Πανεπιστημιακήν τετραετίαν εν Κύμη διαγαγών, τας ημέρας κοιμώμενος και τας νύκτας ρεμβάζων και στιχοπλοκών “την ημέραν επί κλίνην και την νύκτα δι’ εκείνην” μόλις εις τας παραμονάς των διδακτορικών εξετάσεών του ενθυμηθείς ότι καιρός ην ν’ αποσπασθή προς στιγμήν της υπερωκεανείου ερωτοπλοϊας του, καίπερ την κατ’ εξοχήν εμπειρικήν επιστήμην σπουδάζων, οφείλων άμα να παραμένη ως φοιτητής της ιατρικής διαρκώς εν Αθήναις, επόμενον και φυσικώτατον ήτον ότι θα κατέληγε γλωσσοϊατρός μελετών να θεραπεύση την ιατρικήν διά της γλώσσης και την γλώσσαν διά της ιατρικής……Κάπηλος της επιστήμης του, στίγμα της τε Κύμης και της οικογενείας του της εκθρεψάσης ένα δολοφόνον της θείας του Έλληνος γλώσσης, αποτρόπαιον μονονουχί μίσθαρνον όργανον των λυσσωδεστέρων και πανουργοτέρων εχθρών της Ελληνικής φυλής υπό τε θρησκευτικήν και εθνικήν έποψιν τελείως πεπωρωμένος και ασυνήθως έκφυλος…”
Καθένας μπορεί να φανταστεί την απογοήτευση του νεαρού επιστήμονα και την πίκρα της οικογένειάς του από τις τόσο χυδαίες εκφράσεις, που ακόμα και σήμερα φαντάζουν επιεικώς απαράδεκτες, αλλά και να δικαιολογήσει την απόφασή του να φύγει όσο μακριά μπορούσε και να κάνει 47 ολόκληρα χρόνια να γυρίσει στην πατρίδα του.
Το 1886 ιδρύθηκε στην Κύμη ένα από τα πρώτα εργατικά σωματεία στην Ελλάδα, ο “Εργάτης”. Είκοσι χρόνια μετά, το σωματείο είχε αρχίσει για διάφορους λόγους να απενεργοποιείται. Έτσι παρά την κριτική που δέχεται, ο νεαρός Παπανικολάου από τη Γερμανία σκέφτεται την επαναλειτουργία του. Γράφει, λοιπόν το Γενάρη του 1908 στο φίλο του Τηλέμαχο Κωνσταντάκη στην Κύμη: “…Νομίζεις ότι είναι αδύνατο να γίνη μια συγκεντρωτική εργασία για τους εργάτες της Κύμης; Συλλογίζομαι πως αν ο καθένας απ’ αυτούς άφηνε ένα μικρότατο μέρος του μισθού του κάθε μήνα θα μπορούσε να συγκεντρούται ένα θαυμάσιο ποσόν για να καλυτερεύη τους όρους της ζωής του. Και πρώτον αν ένας αρρωστήση θα μπορεί να του παρέχονται ντζάπα γιατρός και φάρμακα κι ακόμα μια μικρή αποζημίωση. Δεύτερον αν ένας από τους αγωγιάτες π.χ. χάση το μουλάρι του θα είχε ένα δανειστή που θα ήταν πρόθυμος να του κάμη όλες τις δυνατές ευκολίες. Τρίτον αν ένας πεθαίνοντας αφήσει απροστάτευτη οικογένεια θα τους έμενε μια προστασία και μια βοήθεια. Τέταρτον αν ένας μείνη χωρίς εργασία θα μπορή να ελπίζη σε κάποια υποστήριξι επί ένα μικρό χρονικό διάστημα. Πέμπτον αν γίνη ανίκανος για εργασία μπορεί να ελπίζη σε κάποια σύνταξη. Όλα αυτά και άλλα πολλά ακόμα είναι ικανά να προσελκύσουν τους εργάτες σε ένα σύνδεσμο αλληλοϋποστηρίξεως που θεωρείται η στοιχειώδης εκδήλωσι της εδώ εργατικής ζωής….Το ευεργέτημα που θα κάμετε σε τόσες οικογένειες θα είναι μεγάλο. Και μεγαλύτερη θα είναι η υπηρεσία που θα προσέφερε σε όλο τον τόπο…Ένας ολόκληρος τόπος περιμένει αναγέννηση και κοντά σ’ αυτόν ολόκληρη επαρχία…”
Η ενασχόλησή του όμως με την φιλοσοφία και τη ζωολογία, καθώς και η επιστροφή στην Ελλάδα των άλλων μελών της ομάδας, φαίνεται ότι του έδωσαν το έναυσμα να στραφεί περισσότερο στην έρευνα και βιολογία, παίρνοντας αποστάσεις από τους αγώνες για το σοσιαλισμό. Έτσι γράφει στην πατέρα του: “”Δεν είμαι πλέον ονειροπόλος. Η επιστήμη με άρπαξε από τα χέρια του Νίτσε. Πατώ απάνω σε έδαφος στερεό”.
Το 1910 ανακηρύσσεται διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακολουθώντας το παράδειγμα των ιατροφιλόσοφων της τουρκοκρατίας. Επιστρέφει στην Ελλάδα, παντρεύεται τη Μάχη Μαυρογένη και ξαναφεύγει για την Ευρώπη, από όπου γυρίζει πάλι για να καταταγεί ως έφεδρος ανθυπίατρος στους Βαλκανικούς πολέμους.
Το 1913 φεύγει για την Αμερική, διευκρινίζοντας στους γονείς του πως «το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω, να κάμω κάτι τι αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού». Εκεί θα κάνει πραγματικότητα το όνειρο της έρευνας και θα γίνει τελικά ο σωτήρας εκατομμυρίων γυναικών.
Επί ένα χρόνο το ζευγάρι αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει: εκείνος υπάλληλος σε μαγαζί με χαλιά, και εκείνη έραβε κουμπιά σε πολυκατάστημα.
Όταν άρχισε την επιστημονική σταδιοδρομία του, στο πανεπιστήμιο Κορνέλλ της Νέας Υόρκης μελέτησε πειραματικά το κολπικό επίχρισμα σε ινδικά χοιρίδια με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ο Βενιζέλος τότε προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει στην Ελλάδα, όπου θα του απονεμόταν τιμητικά ο τίτλος του καθηγητή της έδρας της Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι συζητήσεις, όμως ναυάγησαν το 1920 όταν ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές.
Σε γράμμα του τον Δεκέμβρη του 1927 γράφει:
“Εγώ ειδικώς πολύ λυπούμαι που αι συνθήκαι της ζωής μου με κατεδίκασαν να ζω μακρυά από την Ελλάδα. Ατυχώς ή ευτυχώς, είναι δύσκολο να πη κανείς, πήρα μια κατεύθυνση εντελώς ιδεολογική και αφοσιώθηκα εξ ολοκλήρου και άνευ επιφυλάξεως σε μια καθαρώς επιστημονική δράσι, για την οποίαν η Ελλάς δεν παρέχει ακόμα έδαφος δράσεως. Τα πειράματά μου είναι πολυέξοδα και θα απετέλουν ίσως πολυτέλειαν εις ένα τόπον ο οποίος έχει πολύ σπουδαιοτέρας και επειγούσας ανάγκας. Δι’ αυτό βλέπω τον εαυτό μου υποχρεωμένο να σταδιοδρομήσω εδώ επί του παρόντος. Δημοσιεύων τας επιστημονικάς εργασίας μου προσφέρω κάποιαν υπηρεσίαν εις την Ελλάδα, διότι το όνομά μου είναι Ελληνικό και είναι γνωστό εις όλους τους Αμερικανούς καθώς και τους Ευρωπαίους επιστήμονας ότι είμαι Ελληνικής καταγωγής. Επομένως δεν πρέπει να θεωρούμαι εντελώς χαμένος, για τη φυλή μας τουλάχιστον”.
Και αργότερα έγραφε: “Όπως ξέρετε, η επιθυμία μου, μπορώ να πω το όνειρό μου, ήταν πάντα να αφιερώσω μερικά από τα τελευταία χρόνια μου στην προαγωγή της επιστημονικής ερεύνης στην Ελλάδα”.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944, ο Παπανικολάου συμμετείχε ως σύμβουλος σε ελληνοαμερικανική οργάνωση, μέσω της οποίας έγιναν μεγάλες δωρεές από φαρμακευτικές εταιρίες προς τα νοσοκομεία της Ελλάδας.
Επειδή αγαπούσε πολύ τα σύκα της Κύμης, είχε φυτέψει στην αυλή του σπιτιού του μια συκιά, δεν του άρεσαν όμως τα σύκα της γιατί δεν έμοιαζαν με τα Κουμιώτικα.
Επισκέφθηκε για μοναδική φορά την Ελλάδα το 1957 και έγινε δεκτός με ιδιαίτερες τιμές. Τελικός προορισμός του ήταν η γενέτειρά του Κύμη.
Να πως περιγράφει την παρουσία του στην Ελλάδα ο γνωστός Κουμιώτης χρονογράφος Γιάννης Αντωνίου (Πετισούνας):
“Λένε ότι, όταν ό Ναπολέων αντίκρυσε για πρώτη φορά το Γκαίτε, εδοκίμασε τέτοια συγκίνηση και γοητεία, ώστε γυρίζοντας στους Επιτελείς του, που τον τριγύριζαν, εφώναξε : Σήμερα εγνώρισα έναν ΑΝΘΡΩΠΟ !
Την ίδια συγκίνηση και γοητεία προκαλεί και η γνωριμία με τον Παπανικολάου. Όποιος τον γνωρίσει μπορεί να πη το ίδιο συγκινημένος: Σήμερα γνώρισα έναν Άνθρωπο…
Είναι απλός, απέριττος, μετριόφρων, σεμνός, γελαστός, χαρούμενος, καταδεχτικός, έχει δηλαδή όλα τα γνήσια χαρίσματα του σοφού και φιλοσοφημένου ανθρώπου. Εγύρισε όλα τα τραπέζια και τις συντροφιές της δεξιώσεως, που έκαμε προς τιμήν του ο Σύλλογος των Κυμαίων στις αίθουσες του Πανθέου, έσφιξε τα χέρια όλων, εζήτησε πληροφορίες για τον καθένα με ενδιαφέρον, φρεσκάρισε αναμνήσεις, έζησε τον παλιό καιρό, έζησε τα νιάτα του, έζησε την ΚΟΥΜΗ του, πλανήθηκε με ευχαρίστηση στα περασμένα.
Ούτε λόγοι, ούτε προσφωνήσεις, ούτε επισημότητα τυπική, ούτε τίποτα απ’ αυτά, που κουράζουν. Απλά και όμορφα οι Κουμιώτες της Αθήνας, υποδέχθηκαν τον ένδοξο Κουμιώτη, που τίμησε την Κούμη, που δόξασε την Ελλάδα στον Κόσμο ολόκληρο. Απλά και όμορφα εδέχθη και αυτός τις εκδηλώσεις των συμπολιτών του.
Έτσι δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα αληθινής εγκαρδιότητας. Κατάφερε ο σοφός άνθρωπος με την απέραντη απλότητα του να σε κάμη να νοιώθης ότι κάτι πήρες και συ από την επαφή αυτή μαζύ του. Κάτι από το μεγαλείο του, κάτι από τη δόξα του. Σ’ έκαμνε να νοιώθης περηφάνεια, που είσαι Έλληνας, περηφάνεια που είσαι Κουμιώτης, περηφάνεια, που είσαι άνθρωπος.
Ο Παπανικολάου σκόρπισε ολόκληρη τη ζωή του, ερευνώντας για το καλό του Κόσμου, στερούμενος από κάθε άλλη χαρά. Και τώρα σκορπάει και την απλή ψυχή του, σε όσους έρχονται σε επαφή μαζύ του, Ετοιμος να ευχαρίστηση, νά εξυπηρέτηση τον καθένα, όπως μπορεί.
— Και για την Κούμη μας, την καημένη, δεν κάναμε τίποτα, είπε και το μάτι του άστραψε με κάποια τύψη αδιόρατη, που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
Mα τι άλλο περισσότερο μπορούσε να κάμη ο Παπανικολάου για την Κούμη του, απ’ αυτό που της έκαμε, από του να την κάμη γνωστή στα πέρατα του κόσμου! Είναι κοινό μυστικό ότι δούλεψε πάντα για κάποιο ιδανικό, χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς καμμία προσοχή στα ιδιωτικά του συμφέροντα.
Το 1961 αποδέχθηκε τελικά την πρόταση να αναλάβει την διεύθυνση ενός Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο στο Miami της Φλόριντας στο οποίο θα δινόταν το όνομά του. Το ζεύγος Παπανικολάου εγκαταστάθηκε στον νέο τόπο του τον Νοέμβριο του 1961.
Δεν πρόλαβε όμως να το ξεκινήσει. Έφυγε από τη ζωή στις 18 Φεβρουαρίου 1962.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της πατρίδας του, μετά από πρόταση του Δημάρχου Αλέξανδρου Κατσούλη τον αποχαιρέτησε με το ακόλουθο ψήφισμα,:
«1ον Εξουσιοδοτεί τον κ. Δήμαρχον όπως τηλεγραφικώς εκφρασθώσι τα συλληπητήρια του λαού της Κύμης προς την αξίαν σύζυγόν του κυρίαν Μάχην Γ. Παπανικολάου και την αδελφήν αυτού κυρίαν Νίναν Σταματίου.
2ον Να ηχήσωσι σήμερον οι κώδωνες των εκκλησιών της πόλεως πενθίμως.
3ον Ν΄ αναρτηθή μεσίστιος η σημαία του Δήμου εν τω Δημαρχιακώ καταστήματι επί τριήμερον.
4ον Να τελεσθή πανδημον τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνο εν των Ιερώ Ναώ του Αγίου Αθανασίου χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Χρυσοστόμου υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μεταστάντος
5ον Να φιλοτεχνηθεί η προτομή του Γεωργίου Παπανικολάου και τοποθετηθή εις περίοπτον θέσιν της πόλεως
6ον Εξουσιοδοτεί τον κ. Δήμαρχον όπως αντίγραφον του παρόντος ψηφίσματος αποστείλει προς την χήραν σύζυγόν του ερίτιμον Μάχην Γεωργίου Παπανικολάου»
Λένε ότι, αν κάποιος κατάφερε με το πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο να σώσει έστω και μία ανθρώπινη ζωή, άξιζε τον κόπο που έζησε. Ο Γεώργιος Παπανικολάου, ο δημιουργός του σωτήριου Pap test, είχε εκατομμύρια λόγους ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο.
Όπως και εμείς έχουμε εκατομμύρια λόγους να είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν και να τον τιμούμε όπως του αξίζει.